- Ἀρδέρικκα
- Ἀρδέρικκαfem nom/voc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
АРДЕРИККА — • Ardericca, Άρδέρικκα, 1. по Hdt. 1, 185, местечко близ Вавилона, через которое трижды проходило измененное шлюзовыми сооружениями русло Евфрата; 2. местечко близ Суз, куда Дарий переселил взятых в плен эретрийцев. Hdt … Реальный словарь классических древностей
ραδινάκη — ἡ, Α ονομασία ενός είδους μαύρου δύσοσμου πετρελαίου το οποίο αντλούσαν στην Αρδέρικκα, περιοχή που βρισκόταν κοντά στα Σούσα. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. περσικής προέλευσης] … Dictionary of Greek